- στροφομερής
- -ές, Ντο ουδ. ως ουσ. το στροφομερέςχημ. κάθε ισομερές που αντιστοιχεί σε μία δυνατή διαμόρφωση ενός μορίου, δηλαδή σε μία δυνατή διάταξη, στον χώρο, τών συνδεόμενων μεταξύ τους με έναν ή περισσότερους χημικούς δεσμούς ατόμων ή ριζών μιας χημικής ένωσης, αλλ. διαμορφομερές.
Dictionary of Greek. 2013.